Περιοδικό Αγρότης Έκδοση Ιούλιος - Δεκέμβριος 2016 - page 49

ΑΓΡΟΤΗΣ
47
Η καλλιέργεια της αρτυσιάς στην περιοχή Μόρφου
στα παλιά χρόνια
Στάλω Κωνσταντίνου
Λειτουργός Γεωργίας Α΄
Τμήμα Γεωργίας
H
περιοχή της Μόρφου ήταν ίσως η σημαντικότερη γεωργική περιοχή της Κύπρου πριν την κατά-
ληψή της από τους Τούρκους το 1974. Το χωριό Κατωκοπιά βρίσκεται πέντε χιλιόμετρα νοτιοανα-
τολικά της Μόρφου και μεταξύ τους, πολύ κοντά στο χωριό, βρίσκεται το Αργάκι. Στα νοτιοδυτικά του
βρίσκονται τα χωριά Πάνω και Κάτω Ζώδια, ενώ νότια τα χωριά Αστρομερίτης και Περιστερώνα. Τέλος,
στα βορειοανατολικά βρίσκονται τα χωριά Μάσαρι και Αυλώνα.
Το κύμινο (
Cuminum cyminum
) ή η αρτυσιά όπως εί-
ναι γνωστή στην Κύπρο, ήταν μια από τις πιο σημα-
ντικές ξηρικές καλλιέργειες στην ευρύτερη περιοχή της
Μόρφου κατά το πρώτο μισό του 20
ου
αιώνα. Βιβλιο-
γραφικές αναφορές για την καλλιέργεια αυτή βρίσκει
κανείς σε κείμενα για το Αργάκι, για τη Ζώδια, για την
Κατωκοπιά, για την Ορούντα και άλλα χωριά της πε-
ριοχής. Η αρτυσιά ως άρτυμαν/καρύκευμα ήταν ήδη
διαδεδομένη στην Κύπρο από τα βυζαντινά χρόνια
(Κουκουλές 1952, 42-46 και Χατζήκυριακου 2007).
Από τότε αποτελεί ένα βασικό καρύκευμα της κυπρι-
ακής κουζίνας και εντοπίζεται σε συνταγές σε όλες τις
γωνιές του νησιού. Αναπόφευκτα, όμως, χρησιμοποι-
είται σε μεγαλύτερο βαθμό στη μαγειρική της περιοχής
Μόρφου που ήταν και η κύρια περιοχή παραγωγής
της. Από μαρτυρίες γεωργών της ευρύτερης περιοχής
επιβεβαιώνεται η καλλιέργειά της στα τέλη του 19ου
αιώνα. Η αρτυσιά εθεωρείτο ίσως η πιο προσοδοφόρα
ξηρική καλλιέργεια της εποχής.
Παρόλο που η καλλιέργεια της αρτυσιάς ήταν εξαιρε-
τικά σημαντική για την τότε εποχή, εντούτοις, ήταν μια
καλλιέργεια με αρκετά ρίσκα. Ένα σοβαρό πρόβλη-
μα που αντιμετώπιζαν οι παραγωγοί αρτυσιάς ήταν
η εξάρτηση της καλλιέργειας από τις καιρικές συνθή-
κες και κυρίως από τη βροχόπτωση. Ενδεικτικό είναι
ότι η παραγωγή πολλές χρονιές καταστρεφόταν από
βροχές στην περίοδο της ωρίμανσης του σπόρου.
Επιπλέον, μεγάλες καταστροφές στις φυτείες παρου-
σιάζονταν και σε χρονιές ανομβρίας. Αυτό είχε ως απο-
τέλεσμα τις μεγάλες διακυμάνσεις της τιμής ανάλογα
με την προσφορά και τη ζήτηση. Πέρα, όμως, από τη
βροχόπτωση, ένας άλλος παράγοντας που επηρέαζε
έντονα την εμπορία της αρτυσιάς ήταν η εμπλοκή των
μεγαλεμπόρων και των μεσαζόντων και οι πρακτικές
που χρησιμοποιούσαν. Οι μαρτυρίες μιλούν για κα-
ταστάσεις και πρακτικές ίδιες με αυτές των μετοχών
στα σημερινά χρηματιστήρια. Επιπλέον, το εργατικό
κόστος της καλλιέργειας ήταν ιδιαίτερα υψηλό εφόσον
ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης των ζιζανίων ήταν το
βοτάνισμα με το χέρι.
Από προσωπικές συνεντεύξεις με γεωργούς που
έζησαν την καλλιέργεια από κοντά συλλέχτηκαν τα
εξής στοιχεία: Τον Νοέμβριο το χωράφι όπου θα φυ-
τευόταν η αρτυσιά έπρεπε να «πλυμμάνει», να πο-
τιστεί δηλαδή χορταστικά, για να «τραβήσει» νερό.
Η σπορά γινόταν τον Ιανουάριο (δεν προσδιορίστη-
κε η ποσότητα του σπόρου ανά δεκάριο). Δύο με
τρεις φορές κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας έπρε-
πε να γίνει σχολαστικό ξεχόρτισμα. Το μικρό ύψος
του φυτού (10-15 εκατοστά) εύκολα καλύπτονταν
από ζιζάνια που ίσως αποτελούσαν τον μεγαλύτερο
εχθρό της καλλιέργειας. Η συγκομιδή γινόταν τον
Μάιο, όταν ωρίμαζε ο σπόρος, όπου ξερίζωναν τα
φυτά και τα έβαζαν σε δέσμες «σιεβρόλια» όπως
τα ονόμαζαν. Στη συνέχεια, έκαναν τα λεγόμενα
«κουμούλια» που είχαν σχήμα κύκλου όπου τοπο-
θετούσαν τα «σιεβρόλια» εναλλάξ, από έξω προς
τα μέσα μέχρι που ένα μεγάλο «σιεβρόλιν» έκλεινε
την τρύπα στη μέση. Πίεζαν το «κουμούλι» καλά να
μην σκορπίσει. Μετά τα μετέφεραν στο σπίτι και τα
στέγνωναν καλά για αρκετές μέρες (πάνω στο δώ-
μαν) μέχρι να ξηρανθούν εντελώς και κατόπιν τα με-
τέφεραν στο αλώνι και τα αλώνιζαν ή τα κοπάνιζαν
στο σπίτι να βγάλουν τον σπόρο.
Η ραγδαία εξάπλωση στην περιοχή των αρδεύσιμων
καλλιεργειών τη δεκαετία του 1950 μείωσε σημαντικά
τις καλλιεργούμενες εκτάσεις και την παραγωγή της
αρτυσιάς μέχρι την τελική εγκατάλειψή της. Ενδεικτι-
κά αναφέρεται στο βιβλίο Κύπρος 1956 που εξέδωσε
το Αποικιακό Γραφείο, ότι το 1955 η καλλιεργούμενη
έκταση της αρτυσιάς ήταν 737 δεκάρια και η παραγω-
γή 296 τόνοι, ενώ το 1956 η έκταση μειώθηκε στα 382
δεκάρια με παραγωγή 209 τόνους.
Η καλλιέργεια αυτή έχει πλέον εγκαταλειφθεί εντελώς
και μόνο δύο παραγωγοί με πολύ μικρές εκτάσεις εξα-
κολουθούν να ασχολούνται με αυτήν. Πλέον η Ινδία
είναι η πρώτη χώρα σε παραγωγή και κατανάλωση
κυμίνου στον κόσμο.
Καταληκτικά, μπορούμε να πούμε ότι η καλλιέργεια
της αρτυσιάς υπήρξε μια σημαντική καλλιέργεια στην
ιστορία της κυπριακής υπαίθρου. Αποτελούσε μια από
τις πιο βασικές ξηρικές καλλιέργειες στις αρχές του
20
ου
αιώνα με την οποία ασχολήθηκε η ευρύτερη περι-
οχή της Μόρφου και η οποία επηρέασε και επηρεάζει
έντονα τη μαγειρική στην Κύπρο.
1...,39,40,41,42,43,44,45,46,47,48 50,51,52,53,54,55,56,57,58,59,...60
Powered by FlippingBook