A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 1 7
/
T E Υ Χ Ο Σ 4 7 0
38
την εντύπωση της ποιότητας στους καταναλωτές μειώθηκε
με την ωρίμαση, ωστόσο σε όλα τα στάδια ωρίμασης
βρέθηκε σημαντικά αυξημένη σε καρπούς προερχόμενους
από εμβολιασμένα φυτά. Ο εμβολιασμός αύξησε, επίσης,
κατά μέσο όρο 10% την οξύτητα στους καρπούς σε όλη τη
διάρκεια της ωρίμασης, γεγονός που ενδέχεται να συντείνει
στην πρόσληψη μειωμένης γλυκύτητας ιδιαίτερα όταν
διενεργείται πρώιμη συγκομιδή. Η αυξημένη οξύτητα,
ακόμα και σε προχωρημένο στάδιο ωρίμασης, δεικνύει
επίσης σχετική επιβράδυνση στην ωρίμαση από τον
εμβολιασμό.
Συμπερασματικά, ο εμβολιασμός αύξησε τη συνεκτικότητα
σάρκας και την οξύτητα στους καρπούς ανεξάρτητα
από το στάδιο συλλεκτικής ωριμότητας. Η συγκέντρωση
λυκοπενίου και η ένταση του κόκκινου χρώματος της
σάρκας των καρπών αυξήθηκαν με τον εμβολιασμό, ο οποίος
ωστόσο καθυστέρησε κατά μια περίπου εβδομάδα την
κορύφωσή τους. Η κορύφωση στη γλυκύτητα καθυστέρησε,
επίσης, κατά μια περίπου εβδομάδα ως αποτέλεσμα του
εμβολιασμού, ο οποίος εντούτοις δεν επηρέασε άμεσα τα
επίπεδα σακχάρων στον καρπό. Καθώς η ωρίμαση συνολικά
επιβραδύνθηκε με τον εμβολιασμό, η καθυστέρηση στον
χρόνο συγκομιδής δύναται να αποβεί ευεργετική ως προς
την ποιότητα των εμβολιασμένων καρπουζιών.
Ως εκ τούτου συστήνεται η συγκομιδή να πραγματοποιείται
μεταξύ 40-45 ημέρες μετά την άνθιση στα εμβολιασμένα
καρπούζια έναντι 35-40 στα μη εμβολιασμένα.
Εμβολιασμός και μετασυλλεκτική διατηρησιμότητα στο
καρπούζι
Ως μη κλιμακτηρικός καρπός, το καρπούζι πρέπει
να συγκομίζεται στο στάδιο της βέλτιστης εμπορικής
ωριμότητας αφού η φυσιολογική του ωρίμαση τερματίζεται
με την αποκοπή του από το φυτό και η ποιότητά του
μετασυλλεκτικά τείνει σταθερά σε υποβάθμιση. Εκτιμάται
ότι το καρπούζι μπορεί να διατηρηθεί μετασυλλεκτικά για
2-3 εβδομάδες στους 10-15 °C και 90% σχετική υγρασία.
Ωστόσο, στην Κύπρο και διεθνώς η διακίνηση και διατήρηση
καρπουζιού γίνεται για πρακτικούς λόγους κατά κανόνα σε
συνθήκες περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, κρίθηκε σημαντικό
να διερευνηθεί σε συνδυασμό με τον εμβολιασμό η επίδραση
στην ποιότητα του καρπουζιού της μετασυλλεκτικής
διατήρησης σε θερμοκρασία 25°C. Χρησιμοποιήθηκαν
τέσσερις μεγαλόκαρπες ένσπερμες ποικιλίες καρπουζιού
(Celebration, Gallery, Pegasus και Torpilla) εμβολιασμένες
σε τρία υβριδικά υποκείμενα κολοκυθιάς (TZ148 , Bombo,
Ν101) με μάρτυρα το αυτόριζο φυτό.
Τα αποτελέσματα των πειραμάτων του ΙΓΕ έδειξαν ότι
ο βαθμός επίδρασης της διατήρησης, του υποκειμένου
και του εμβολίου ποικίλλει ανάλογα με το υπό
αναφορά χαρακτηριστικό ποιότητας των καρπουζιών. Η
συνεκτικότητα επηρεάστηκε κυρίως από το υποκείμενο,
και διατηρήθηκε σε υψηλότερα επίπεδα σε όλα ανεξαίρετα
τα υβριδικά υποκείμενα συγκρινόμενα με τον αυτόριζο
μάρτυρα. Φάνηκε ότι η απώλεια συνεκτικότητας μπορεί
να καταστήσει την ποιότητα μη αποδεκτή κατά τη δεύτερη
εβδομάδα διατήρησης. Αυτό υπήρξε ιδιαίτερα εμφανές
στην περίπτωση του αυτόριζου όπου η μέση συνεκτικότητα
για την περίοδο 14 ημερών διατήρησης υπήρξε κάτω του
αποδεκτού ορίου. Η συγκέντρωση διαλυτών στερεών (ΔΣΣ)
στον χυμό επηρεάστηκε κυρίως από τη διατήρηση. Τα
αποτελέσματα κατέδειξαν, επίσης, πως το καρπούζι, παρότι
μη-κλιμακτηρικός καρπός, που δεν ωριμάζει φυσιολογικά
μετά τη συγκομιδή, συνθέτει λυκοπένιο και αναπτύσσει
χρωματισμό στη σάρκα του και μετά τη συγκομιδή, φτάνοντας
σε κορύφωση μετά από περίπου επτά ημέρες στους 25°C.
Συμπερασματικά, ο εμβολιασμός σε υβριδικά
(C. maxima
χ C. moschata)
υποκείμενα κολοκυθιάς ενισχύει τη
μετασυλλεκτική διατηρησιμότητα στο καρπούζι κυρίως σε
σχέση με τη συνεκτικότητα, τη συγκέντρωση λυκοπενίου
και το χρώμα της σάρκας. Προκειμένου να αποφευχθεί η
υποβάθμιση της γλυκύτητας, θα πρέπει να αποφεύγεται
η συγκομιδή από εμβολιασμένα φυτά πριν από τις 40
ημέρες από την άνθιση και η μετασυλλεκτική διατήρηση
σε συνθήκες περιβάλλοντος να περιορίζεται σε περίοδο
μικρότερη των δύο εβδομάδων.
Η ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΜΑΣ ΕΡΕΥΝΑ