Περιοδικό Αγρότης- Έκδοση Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 2018 - page 53

A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 1 8
/
T E Υ Χ Ο Σ 4 7 5
53
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το γεγονός ότι για την
απόκτηση των μεταλλικών εργαλείων, που κατασκευάζονταν
συνήθως από τους ντόπιους σιδεράδες, τους γνωστούς ως
«κωμοδρόμους», εφαρμοζόταν συχνά και εδώ η μέθοδος
του ανταλλακτικού εμπορίου. Η χρησιμότητα και η δυσκολία
στην αντικατάστασή τους αποδεικνύεται από τα τεκμήρια
που σώζονται και φέρουν, στις περισσότερες περιπτώσεις,
πολλαπλά ίχνη επιδιόρθωσης ή είναι υπερβολικά φθαρμένα
από τη συνεχή χρήση. Επιπρόσθετα, την προστασία τους
από κλοπές εξασφάλιζαν ηθικοί, άγραφοι νόμοι, αλλά
και αντιλήψεις και δοξασίες με υπερφυσικό χαρακτήρα,
όπως η πεποίθηση πως ο κλέφτης δεν θα μπορούσε να
«ξεψυχήσει» αν δεν του περνούσαν στον λαιμό έναν ζυγό
για να απαλλαγεί από το βάρος της «μιαρής» πράξης.
Όσον αφορά τη διαδικασία της προετοιμασίας της γης,
ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία του γεωργού ήταν το
άροτρο, αρχικά ξύλινο και κοντό με σιδερένιο υνί, όπως το
περιγράφει ο Ησίοδος, αργότερα με μακρύ σταβάρι για να το
τραβούν περισσότερα ζώα και να διευκολύνεται η εργασία.
Τα πρώτα μεταλλικά άροτρα, που σχεδιάστηκαν από τον
Διευθυντή του Γεωργικού Τμήματος Παναγιώτη Γεννάδιο
ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κυπριακής γης,
εισήχθησαν στο νησί στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, του
19
ου
και 20
ου
. Παρουσίαζαν δε πολλές ομοιότητες με τα
παραδοσιακά ξύλινα ώστε να είναι ευκολότερη η αποδοχή
τους από τον συντηρητικό γεωργό, και τροποποιούνταν
σταδιακά με σκοπό την τελειοποίησή τους. Την εισαγωγή και
διάθεσή τους είχε αναλάβει το Τμήμα Γεωργίας, και παρόλο
ότι βρίσκονταν σε χρήση από τα πρώτα χρόνια κατασκευής
τους, η καθολική τους καθιέρωση καθυστέρησε μερικές
δεκαετίες. Ουσιαστικά, το παραδοσιακό ξύλινο άροτρο δεν
εγκαταλείφθηκε έως και λίγο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
όταν σημειώθηκε η ραγδαία εκβιομηχάνιση της αγροτικής
παραγωγής
3
.
Διαφορετικοί τύποι αρότρου
(Συλλογή Μουσείου Κυπριακής
Υπαίθρου)
Το πρώτο, λοιπόν, στάδιο
στον κύκλο καλλιέργειας
των σιτηρών περιλάμβανε
το
«καψάλισμα»
του
χωραφιού και το «κάμωμα»,
όργωμα, δηλαδή, με ξύλινο
αλέτρι που προετοίμαζε τη
γη, μαλακώνοντάς την να
δεχθεί τη σπορά. Η εργασία
έπρεπε να ολοκληρωθεί
πριν ξεκινήσει η περίοδος
των βροχών, για να
αποφευχθεί η διάβρωση
του εδάφους και, κυρίως,
η απώλεια των αναγκαίων
συστατικών που βρίσκονταν στο επιφανειακό στρώμα. Τον
προγραμματισμό και τη σωστή οργάνωση του αγροτικού
βίου καθόριζε πάντα η πρόβλεψη των καιρικών φαινομένων,
των βασικότερων παραγόντων που επηρέαζαν την επιτυχία
της παραγωγής, λόγω της ανικανότητας του γεωργού να
τα αντιμετωπίσει με τα προσιτά στο περιβάλλον του μέσα.
Η πιο κοινή μέθοδος πρόβλεψης ήταν αναμφισβήτητα
η παρατήρηση των νεφών που δημιουργούνταν κατά τις
πρώτες μέρες του Αυγούστου, τα γνωστά «μηναλλάγια», ενώ,
για τον ίδιο σκοπό, δεν έλειπαν και οι ερμηνείες του τρόπου
που πετούσαν τα πουλιά ή του σχήματος του φεγγαριού.
Κατά το όργωμα, ακόμη και οι λεπτομέρειες στον χειρισμό ή
στηρύθμιση των εργαλείων μπορούσαν ναδιαφοροποιήσουν
το αποτέλεσμα. Αρχικά, γινόταν η ζεύξη των υποζυγίων
με τον ζυγό, και ανάλογα με το είδος της εργασίας
προσδενόταν σε αυτόν το αλέτρι. Στο πρώτο, για παράδειγμα,
όργωμα, όταν το έδαφος ήταν ακόμη σκληρό, για να μην
καταπονούνται τα ζώα, το σκάψιμο γινόταν σε μικρό βάθος.
Σε αυτή την περίπτωση, το μήκος του μοχλοβραχίονα του
αρότρου έπρεπε να είναι το μεγαλύτερο δυνατό, οπότε και
στερεωνόταν από το ακρότατο
σημείο του. Αντίστοιχα, αν
το στάδιο της καλλιέργειας
απαιτούσε
βαθύτερες
αυλακιές, το μήκος του
σταβαριού περιοριζόταν ή
«άνοιγε» η οξεία γωνία που
σχημάτιζαν η «κουντούρα»
και η «βούλα». Η καθοδήγηση των υποζυγίων γινόταν με
τα «ζευγαρικά», μακριά και γερά σχοινιά που δένονταν στα
κέρατα των ζώων, και με τη βουκέντρα ή «καματόβερκα»,
όπως είναι γνωστή στον κυπριακό χώρο (μία επιμήκης
ξύλινη ράβδος με μεταλλική αιχμή στο ένα άκρο, το «σιττίν»
και ελασματοειδή ξύστρα στο άλλο, τον «κάτσινα», με τον
οποίο αφαιρείτο η λάσπη από τα φτερά και το υνί). Η άροση
ξεκινούσε πάντα πολύ νωρίς το πρωί και συνεχιζόταν έως
τη δύση του ηλίου, με μικρά διαλείμματα για ξεκούραση.
Ανάλογα με την ώρα της ημέρας που πραγματοποιούνταν οι
παύσεις για γεύμα διαφοροποιούνταν και οι ονομασίες τους,
όπως «μπούκκωμαν» πριν το μεσημέρι και «δειλινιάτικο»
το απόγευμα
4
.
Για να μαλακώσει το χώμα και να γίνει επίπεδο, μετά
το όργωμα ακολουθούσε το «σαράκλωμα», διαδικασία
ιδιαίτερα διαδεδομένη στην πεδιάδα της Μεσαορίας όπου
και η μορφολογία του εδάφους το επέτρεπε. Το «σάρακλο»,
μία ξύλινη επιμήκης δοκός που λειτουργούσε ως σβάρνα,
προσδενόταν στον ζυγό και σερνόταν στο χωράφι ώστε
να σπάσουν οι σβόλοι και να διατηρήσει το έδαφος
την απαιτούμενη υγρασία, να κρατήσει «ορκό», όπως
χαρακτηριστικά αναφέρεται. Ο γεωργός πατούσε σε αυτό
καθοδηγώντας τα υποζύγια και αυξάνοντας, παράλληλα, το
βάρος του εργαλείου. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, όπου το
«σάρακλο» δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί, ένα άτομο
ακολουθούσε τον «ζευγά» κατά τη διαδικασία της άροσης
και έσπαγε τους σβόλους με τσαπί ή ανάλογο εργαλείο.
Το «σαράκλωμα» επαναλαμβανόταν και στη σπορά για
την κάλυψη του σπόρου. Η μέγιστη δυνατή έκταση που
μπορούσε να οργωθεί ημερησίως με την παραδοσιακή
τεχνική έφτανε περίπου τις δύο σκάλες
5
.
Πηγή:
Δόξα Αποστόλου, Η παραδοσιακή καλλιέργεια των σιτηρών
στην Κύπρο, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, 332/2012.
3
Στην τοπική διάλεκτο η ονομασία του αρότρου καθοριζόταν από το υλικό κατασκευής. Αντίστοιχα, συναντώνται τα «ξυλάλετρα», τα ξύλινα,
δηλαδή, και τα μεταγενέστερα «σιεράλετρα» από μέταλλο.
4
Τα γεύματα αυτά, συνήθως, περιελάμβαναν στερεά τροφή, όπως ελιές, χαλούμι ή «αναρή» , ελάχιστα λαχανικά και, κυρίως, ψωμί.
5
Για τη μέτρηση των χωραφιών χρησιμοποιούνταν συχνά και οι όροι «ζευκάρι» ή «ζέμα», που αντιστοιχούσαν σε έκταση που μπορούσε να
οργωθεί σε μία μέρα, με συνεχή εργασία από το πρωί ως το μεσημέρι, όσο δηλαδή έμεναν ζεμένα τα υποζύγια. [Απόσπασμα]
1...,43,44,45,46,47,48,49,50,51,52 54,55,56
Powered by FlippingBook