38
ΑΓΡΟΤΗΣ
Μια αναφορά στην αλεπού
Αντώνης Χάγιαννης
Δασικός Λειτουργός 1ης Τάξης
στο Tμήμα Δασών
Η κόκκινη αλεπού (
Vulpes vulpes
)
ή απλώς «η αλε-
πού», όπως συνήθως αναφέρεται, είναι το πιο γνω-
στό και αναγνωρίσιμο είδος αλεπούς με τη μεγαλύ-
τερη γεωγραφική εξάπλωση παγκοσμίως. Με μια
πρώτη ματιά μοιάζει με σκύλο, αλλά η ουρά της είναι
πολύ πιο φουντωτή και το τρίχωμά της πιο πυκνό,
ενώ το ρύγχος της πιο μακρόστενο. Μέχρι σήμερα
έχουν αναγνωριστεί 45 υποείδη κόκκινης αλεπούς,
τα οποία διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τις
μεγάλων διαστάσεων κόκκινες αλεπούδες οι οποί-
ες φτάνουν σε μήκος έως τα 90 εκατοστά χωρίς την
ουρά και ζυγίζουν μέχρι 10 κιλά, και τις κάπως μικρό-
τερες και πιο πρωτόγονες, στις οποίες ανήκει και η
δική μας αλεπού. Το μικρότερο είδος είναι η αλεπού
της Σαχάρας (
Vulpes zerda
),
με μήκος έως 40 εκατο-
στά και βάρος μόλις 1,5 κιλό.
Το τρίχωμα της είναι κοκκινωπό με αποχρώσεις με-
ταξύ καφεκόκκινο και κεραμιδί. Το πίσω μέρος των
αυτιών της και το μπροστινό κάτω μέρος των ποδιών
της είναι μαυριδερά. Η ουρά της, με το άκρο της να
είναι λευκό, είναι έντονα φουντωτή με μήκος μέχρι και
55
εκατοστά. Την χρησιμοποιεί για μόνωση/μαξιλάρι,
όταν ξαπλώνει, και ως εργαλείο επικοινωνίας. Επί-
σης, της προσφέρει ισορροπία στα μεγάλα άλματα
και στις σύνθετες κινήσεις, ενώ χρησιμοποιείται και
ως μέσο ισορροπίας, σαν πέμπτο πόδι. Τα πόδια της
είναι λεπτά και κοντά, εξαιρετικά δυνατά και ευκίνητα,
γεγονός που της επιτρέπει να αναπτύσσει ταχύτητα
μέχρι και 50 χιλιόμετρα την ώρα και να υπερπηδά
εμπόδια ύψους πέραν των δύο μέτρων, ενώ, μπορεί
επίσης, να επιπλέει και να κολυμπά πολύ καλά.
Σήμερα, χάρη στην εκπληκτική προσαρμοστικότητα
και την αναπαραγωγική της ικανότητα, συναντάται σε
όλες σχεδόν τις ηπείρους, εκτός από την Ανταρκτι-
κή. Σε αντίθεση με τα περισσότερα από τα άλλα είδη
αλεπούδων, η κόκκινη αλεπού έχει ταξινομηθεί στην
κατώτατη βαθμίδα κινδύνου, δηλαδή είδος «ελαχί-
στης ανησυχίας», καθώς δεν είναι σε κανένα μέρος
απειλούμενη με αφανισμό. Αντιθέτως, ως αποτέλε-
σμα της προσαρμοστικότητάς της σε διαταραγμένες
περιοχές, έχει οδηγήσει πολλά είδη σε κίνδυνο εξα-
φάνισης ή και εξαφάνιση. Λόγω της μεγάλης της ικα-
νότητας να προσαρμόζεται σε κάθε τύπο βιοτόπου,
συναντάται σε όλη την επικράτεια του νησιού μας,
σε ορεινές, πεδινές και παραθαλάσσιες περιοχές,
σε πυκνά δάση, σε θαμνώνες, σε πάρκα, ακόμη και
κοντά σε κατοικημένες περιοχές, ανάλογα πάντοτε
με τη διαθεσιμότητα της τροφής. Φωλιάζει συνήθως
σε σπηλιές και πυκνούς θάμνους ή σε τρύπες στο
έδαφος τις οποίες ανοίγει η ίδια. Οι φωλιές της εύ-
κολα αναγνωρίζονται από τις πολλές εισόδους και
εξόδους που κατασκευάζει για ασφάλεια.
Συνήθως κυκλοφορεί ψάχνοντας για τροφή κατά
τις νυκτερινές ώρες ενώ μπορεί να θεαθεί και κατά
τη διάρκεια της ημέρας. Είναι είδος παμφάγο και το
διαιτολόγιό της επηρεάζεται από τη διαθεσιμότητα
τροφής σε κάθε εποχή. Τρέφεται σε μεγάλο ποσοστό
από καρπούς ή άλλες φυτικές τροφές, ενώ κατανα-
λώνει μικρά τρωκτικά συμβάλλοντας στον περιορι-
σμό των ζημιών από τα ποντίκια. Επίσης, τρέφεται
Η
αλεπού, είναι ανώτερο θηλαστικό και ανήκει στην οικογένεια των Κυνιδών. Η κυπριακή αλεπού
είναι το δεύτερο μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό της πανίδας μας, μετά το αγρινό. Εμφανίστηκε
πριν από 400.000 χρόνια, περίπου, και πιθανό να υπήρξε θήραμα για τους προϊστορικούς κυνηγούς.
Είναι από τα πιο «παρεξηγημένα» είδη της κυπριακής πανίδας και πάντα πρωταγωνιστούσε σε
διάφορες παραδόσεις του νησιού μας, σε διάφορους θρύλους, παροιμίες, καθώς και σε πολλά πα-
ραμύθια και ιστορίες. Πάντοτε αναφερόταν ως ζώο πονηρό και συνάμα ζημιογόνο για τον άνθρωπο,
αφού θεωρήθηκε ως επιβλαβές για την κτηνοτροφία και το θήραμα.